Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

ΑΝΕΚΔΟΤΟ

τα σαλιγκάρια


Η κυρά-Μαρία στέλνει τον άντρα της τον κυρ-Στέλιο στην αγορά να πάρει σαλιγκάρια .

"Πρόσεξε! Μη πιάσεις τη κουβέντα στην αγορά . Να πας και να γυρίσεις αμέσως . Δε θα προλάβουνε να γίνουνε τα σαλιγκάρια για το μεσημέρι "

Φεύγει ο κυρ-Στέλιος και πάει γρήγορα-γρήγορα στην αγορά , παίρνει τα σαλιγκάρια και ξεκινάει για το σπίτι .

Καθώς περνούσε από ένα καφενείο κοντά στην αγορά , βλέπει μέσα 2 φίλους του να πίνουν το ουζάκι τους . Τους χαιρετάει και κάθεται μαζί τους " για λίγο , γιατί πρέπει να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι ". Πίνει κι αυτός τα ουζάκια του , ένα , δύο , τρία καραφάκια όταν θυμάται τη γυναίκα του .
" Αμάν ! άργησα ! Φεύγω , θα τα πούμε μια άλλη φορά ! " και φεύγει βιαστικός .

Είχε φτάσει στα μισά του δρόμου όταν βλέπει το γείτονά του τον Θανάση .
" Πάμε για καμιά μπυρίτσα ; ", του λέει ο Θανάσης .
" Έχω αργήσει , Θανάση μου . Αλλά μη σου χαλάσω το χατίρι . Πάμε, αλλά για λίγο "
Και κάθονται σε ένα μαγαζάκι . Πίνουν μια , δυο , τρεις , δέκα , έντεκα μπύρες και ξαφνικά ο κυρ-Στέλιος κοιτάζει το ρολόι του . Είναι 5 η ώρα .

" Ποιος την ακούει τη κυρά-Μαρία ! " λέει και σηκώνεται να φύγει . Έχει ψιλομεθύσει , του αρέσει άλλωστε το ποτό . Προχωράει όσο πιο γρήγορα μπορεί , αλλά 2 τετράγωνα πριν από το σπίτι του , συναντάει το φίλο του το Βαγγέλη .
" Έλα για λίγο στο σπίτι " του λέει ο Βαγγέλης . " Ανοιξα χθες ένα καινούργιο βαρέλι κρασί . Πρέπει να το δοκιμάσουμε ! "
Ανεβαίνει ο κυρ-Στέλιος στο σπίτι του Βαγγέλη με τα σαλιγκάρια στο χέρι .
Δοκιμάζει το καινούργιο κρασί και πριν προλάβει να τελειώσει το δέκατο πέμπτο ποτήρι διαπιστώνει ότι έχει σκοτεινιάσει .

Δεν τον παίρνουν τα πόδια του , αλλά τρεκλίζοντας και με τα σαλιγκάρια παραμάσχαλα πάει προς το σπίτι .
"Δε θα ξανασταματήσω πουθενά ! " λέει μέσα στο μεθύσι του .

Φτάνει στο σπίτι , βγάζει τα κλειδιά , προσπαθεί να βρει το σωστό κλειδί . Δύσκολο όμως με το μεθύσι που έχει .
Παραπατάει και του πέφτει η σακούλα με τα σαλιγκάρια από τα χέρια .
Σκίζεται και χύνονται τα σαλιγκάρια στα σκαλοπάτια .
Η κυρά-Μαρία που καθόταν στα καρφιά από το πρωί , μόλις άκουσε το θόρυβο άνοιξε την πόρτα έξαλλη , έτοιμη να του χιμήξει .
" Που ήσουνα , βρε γαϊδούρι , όλη μέρα ; "
Κι ο κυρ-Στέλιος :
" Σσσσσσσσστ , μη φωνάζεις ! Δε βλέπεις ; " της λέει δείχνοντας τα σαλιγκάρια . Και γυρίζοντας προς τα πεσμένα σαλιγκάρια τους :
" Ελάτε ! ελάτε ! ελάτε! , σαλιγκαράκια μου , κουράγιο , λίγο ακόμα και φτάσαμε!!!!! "

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου